συνοφειλέτης

συνοφειλέτης
ο, θηλ. συνοφειλέτις, -ιδος, Ν
ο μαζί με άλλον οφειλέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + οφειλέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στους Ιόνιους Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανάδοχος — Εκείνος που αποδέχεται μια υποχρέωση, ο εγγυητής. Υπάρχουν δύο τρόποι με τους οποίους μπορεί κανείς να αναδεχτεί ξένη οφειλή: είτε ως συνοφειλέτης ή εγγυητής στον αρχικό οφειλέτη είτε αναλαμβάνοντας τις υποχρεώσεις του οφειλέτη. Α. λέγεται και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”